- τετραχορδικος
- τετραχορδικόςτετρᾰ-χορδικός3тетрахордовый Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τετραχορδικός — ή, όν, Α [τετράχορδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τετράχορδο … Dictionary of Greek
τετραχορδικῶν — τετραχορδικός of fem gen pl τετραχορδικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραχορδικαί — τετραχορδικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)